- βασκαντήρα
- βασκαντήρα, η και βασκαντούρα, ητο φυλαχτό: Έχω βάλει στο παιδί μου βασκαντούρα για το κακό το μάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βασκαντήρα — η και βασκαντήρι, το [βασκαίνω] 1. φυλαχτό κατά της βασκανίας 2. ονομασία διαφόρων φυτών, βάλσαμο κ.λπ., που θεωρούνται ότι προστατεύουν από τη βασκανία … Dictionary of Greek
περιδιάβασμα — το, Ν [περιδιαβάζω] 1. περιδιάβαση 2. βιολ. το φυτό πύρεθρο το παρθένιο, κν. βασκαντήρα, παρθενούδι, βάρτσαμος … Dictionary of Greek